κατηκριβωμένος

κατηκριβωμένος
κατηκρῑβωμένος , κατά-ἀκριβόω
make exact
perf part mp masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατακριβώ — κατακριβῶ, όω (AM) μσν. (το ουδ. παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ κατηκριβωμένον η διάθεση για έρευνα και αναζήτηση αρχ. 1. εξετάζω ή εξακριβώνω κάτι με μεγάλη προσοχή 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηκριβωμένος, η, ον προσεκτικός, ευσυνείδητος …   Dictionary of Greek

  • κατηκριβωμένως — (Α) επίρρ. με κάθε ακρίβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηκριβωμένος «προσεκτικός» τού ρ. κατακριβοῦμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”